Μάρκου

Μάρκου
Μάρκος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μάρκου — Επώνυμο οικογένειας αγιογράφων από το Άργος. 1. Αντώνιος (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.). Αδελφός του Γεωργίου (2.), από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της ζωγραφικής και συνεργάστηκε μαζί του στη διακόσμηση πολλών εκκλησιών της Αττικής. Ωστόσο και ο …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Αποστόλου Μάρκου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στο Μαρκόπουλο της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1961. Στο μοναστήρι λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Μάρκου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στο βουνό Πενθόθου της Χίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Χίου. Ιδρυτής του μοναστηριού είναι ο όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815 1883). Στο μοναστήρι βρίσκεται το ασκηταριό (ασκητήριο) και ο τάφος του ιδρυτή του …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …   Dictionary of Greek

  • Αντζέλικο, Φρα (Μπεάτο Τζιοβάνι) — (Il Beato Fra Giovanni Angelico, Βίκιο ιν Μουτζέλο, Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1455). Ιταλός ζωγράφος. Ο Φρα Τζιοβάνι ντα Φιεζόλε, στον αιώνα του γνωστός ως ΓκουίντοΓκουιντολίνοντι Πιέτρο, επονομάστηκε Α. (δηλαδή αγγελικός) για την εξαιρετική χάρη… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Λυκούδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας του Βυζαντίου. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ορισμένοι γόνοι της οικογένειας εγκαταστάθηκαν στα νησιά του νοτίου Αιγαίου. Γύρω στο 1456, μετέβησαν στη Ζάκυνθο και σε άλλα νησιά των Επτανήσων. Γενάρχης… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”